ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ: ΟΔΟΣ ΣΚΑΝΤΖΑΣ

Μετά από μια περίοδο πλήρους αδράνειας αποφάσισε να βγει έξω. Είχε πιεστεί πολύ για να αποδεχθεί την πρόσκληση της φίλης της. Είχε ξεχάσει πως ήταν να προετοιμάζεσαι, να στολίζεσαι, να φοράς το χαμόγελό σου και να δηλώνεις διαθέσιμη. Δοκίμασε όλα τα ρούχα που είχε στην ντουλάπα της και αποφάσισε να βάλει ένα μαύρο φόρεμα που αγκάλιαζε όλες τις ατέλειες της λες και τις αποδεχόταν. Ντύθηκε, φόρεσε τα τακούνια της και αποφάσισε να περπατήσει, το μπαράκι που έδωσαν ραντεβού με την φίλη της ήταν αρκετά κοντά και η νύχτα γλυκιά σαν τρυφερό χάδι. Τον ουρανό στόλιζε ένα πανέμορφο φωτεινό ολόγιομο φεγγάρι και ήθελε να το απολαύσει… παρατηρούσε τον κόσμο δίπλα της που φαινόταν  απροβλημάτιστος όντας βιαστικός, ζήλευε που δεν μπορούσε να είναι βιαστική σαν και αυτούς.

Την βασάνιζε η έλλειψη του. Ξεφύσησε τρείς φορές στην διαδρομή, οι δύο πρώτες ήταν ακούσιες, την τρίτη διαμαρτυρήθηκαν ακόμη και τα πνευμόνια της. Που πήγαινε; Ποιον κοροϊδεύει; Δεν θα περνούσε καλά, δεν είναι έτοιμη ακόμη… δεν μπορούσε ακόμη να εξοικειωθεί με την ιδέα της απατημένης. Κοντοστάθηκε. Έπιασε δυνατά το μέτωπό της, έσφιξε τα χείλη της, έσκυψε το κεφάλι της παριστάνοντας πως κοιτούσε τα παπούτσια της για να μην την πάρουν χαμπάρι οι περαστικοί. Έκλεισε τα μάτια και ένα ατίθασο δάκρυ εκτινάχτηκε το οποίο προσπαθούσε να το συγκρατήσει  πολύ ώρα τώρα, αλλά … μάταια.  Πήρε βαθιά ανάσα, σκέφτηκε πως δεν πρέπει να την πάρει από κάτω … κάποτε ήταν μαχήτρια, που πήγε αυτό το κορίτσι που πίστευε πως μπορεί να καταφέρει τα πάντα; κοίταξε ψηλά και έψαξε το φεγγάρι, έψαξε να βρει την αλήθεια της στην φωτεινότητά του, τόσα του έχει εξομολογηθεί, του έχει κρατήσει συντροφιά ατελείωτες νύχτες, ήταν σειρά του να την βοηθήσει.

-«Συγνώμη; ξέρετε που είναι η οδός Σκάντζας;»  ένας άντρας την ρώτησε με ευγενική και χαμογελαστή φωνή κοιτώντας το ρολόι του αγχωμένος.

-«Εχμ … ναι … νομίζω δηλαδή … ένα λεπτό να θυμηθώ … πρέπει να είναι … ναι το έχω, θα πάτε αριστερά στο πρώτο στενό και μετά αμέσως δεξιά στο επόμενο … »

Κατάλαβε πως ήταν στεναχωρημένη αν και προσπάθησε να το κρύψει αρκετά καλά, κατάλαβε ότι είχε επέμβει την πιο κατάλληλη στιγμή για να μην καταρρεύσει. Η κοπέλα είχε μια μεσογειακή ομορφιά, μεγάλα μάτια τα οποία το λεπτό μολύβι που φορούσε τα έκανε να φαίνονται καλοσχηματισμένα και μυστηριακά,  χείλη ελαφρώς κοκκινισμένα και φουσκωτά, ζουμερή και κομψή ταυτόχρονα σιλουέτα. Καθώς έφτανε κοντά της για να της μιλήσει σκεφτόταν πως τέτοιες γυναίκες δεν μπορείς να τις πλησιάσεις. Όσο και να θέλεις να τους μιλήσεις πνίγεσαι μέσα στο σάλιο σου. Διαβάζουν το μυαλό σου και αιχμαλωτίζουν κάθε κύτταρο αίματος που κυκλοφορεί μέσα σου. Αποκλείεται ποτέ να έβγαινε μαζί του, αποκλείεται να του έριχνε ποτέ δεύτερη ματιά. Θα είχε καμιά δεκαριά να την παρακαλάνε άλλωστε, καλύτεροι … πιο πλούσιοι … πιο επιτυχημένοι …  «πιο» γενικά…

-«Σας ευχαριστώ πολύ, νομίζω πως κατάλαβα» της είπε αποκαλύπτοντας  ένα υπέροχο χαμόγελο και έφυγε ρίχνοντας πίσω του μια κλεφτή πονηρή ματιά.

Η Ηρώ την έπιασε αυτή την ματιά, άλλωστε ακόμη και σε αυτήν την κατάσταση που ήταν δεν θα μπορούσε να μην προσέξει  τις μακριές βλεφαρίδες και το ζεστό του κοίταγμα. Στεκόταν στην άκρη της διασταύρωσης σκεπτόμενη τι να κάνει. Αισθανόταν πως δεν αισθανόταν και αυτό διαπίστωσε πως ήταν το πρόβλημα, η κενότητα.  Μπρος, πίσω ή στο πουθενά; Κοιτούσε την διάβαση ανέκφραστη περιμένοντας  ένα σημάδι για να της δείξει την επιλογή της, όπως όταν έπαιζε μικρή με τις φίλες της το παιχνίδι των συμπτώσεων. «Οι άσπρες γραμμές είναι ξεθωριασμένες … παρατημένες σαν και εμένα » … σκέφτηκε …«Ξεθωριάζουν τα χρώματα της ψυχής μου … σιγοσβήνομαι από την ακουαρέλα της ζωής».

Την στιγμή εκείνη ένας εκκωφαντικός μακρόσυρτος θόρυβος έσπασε την μοναξιά της σε χιλιάδες μικρά κομμάτια, διέλυσε κάθε ίχνος ζωντανής σκέψη της. Τα αυτιά της σφύριζαν και πονούσαν όπως ποτέ άλλοτε. Έτρεξε να κρυφτεί στο φτερό ενός αυτοκινήτου αλλά δεν πρόλαβε, την παρέσυρε το πλήθος που και αυτό έτρεχε αλαφιασμένο να κρυφτεί από κάτι που δεν ήξερε. «Να μην ξέρεις από ποιον τρέχεις να γλυτώσεις , ακόμη και οι κυνηγημένοι δικαιούνται να ξέρουν τον εχθρό τους» σκέφτηκε….  Άρχισε να ρωτάει τι συμβαίνει με κομμένη την ανάσα όποιον έβλεπε μπροστά της, το πρόσωπό της σχεδόν ανέπνεε τα χνώτα των υπολοίπων, κοφτές λαχανιασμένες ανάσες βρισκόταν τόσο κοντά της που έμοιαζε αυτό το ανθρώπινο τσουνάμι σαν ένα τεράστιο ερωτικό κρεβάτι.

Οι σειρήνες συναγερμού φανέρωναν έναν εφιάλτη. Δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε δύο στενά παρακάτω, με ανακατεμένα μαλλιά, ποδοπατημένη, κληρονομώντας και μια γρατζουνιά στο αυτί που την έτσουζε. Κοίταξε τριγύρω της, παντού επικρατούσε αναστάτωση, το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων είχε διασκορπιστεί στα γύρω στενά αλλά που και που περνούσε τρέχοντας κάποιος δίπλα της θαρρείς και ήταν σπρίντερ στα εκατό μέτρα. Κάπου πρέπει να κρυφτεί, δεν μπορεί να είναι εκτεθειμένη. Κάποιοι μιλούσαν για τρομοκρατικό χτύπημα, άλλοι για φωτιά, ήταν όλα άγουρα για να καταλάβει αν πράγματι κινδύνευε αλλά δεν ήθελε να το ρισκάρει. Μπαίνει μέσα στην πρώτη πόρτα που βρίσκει, την κλείνει και στέκεται ακουμπισμένη πάνω της ανακουφισμένη. Όλο το μπαρ την κοιτάει, τους κοιτάει και αυτή και ακόμη μια στιγμή αμηχανίας καταγράφεται στο βιογραφικό της, αλλά είναι συνηθισμένη σε αυτό. Είναι αρκετά ατσούμπαλη και έχει μάθει να το διασκεδάζει όταν βρίσκεται σε αυτή την θέση. Σκανάρει σαν μηχάνημα τελευταίας τεχνολογίας τα μάτια όλων στον χώρο. Μερικά είναι ανυπόμονα, άλλα περίεργα, άλλα αναστατωμένα, άλλα ξαφνιασμένα … απρόσμενα πέφτει σε ένα γνώριμο βλέμμα! Η κόρη του ματιού της ανοίγει και κοιτάει όλο το πρόσωπο, όχι δεν μπορεί … είναι αυτός ο αχρείος, ο αχάριστος, ο τιποτένιος, το κάθαρμα, ο αλήτης.

Είναι εκεί! Αυτός που την παράτησε για μια άλλη, πιο όμορφη, πιο έξυπνη, πιο πετυχημένη … «πιο» γενικά … η  ματιά πέφτει τώρα δίπλα του, συνοδεύεται από μια τσαχπίνα ξανθιά, καλοχτενισμένη, με γαλάζια μάτια και  μεγάλο μπούστο … είναι τυφλωμένη από ζήλεια και θυμό, πίεσε την γνάθο της τόσο πολύ που πόνεσε,  μίκρυνε τα μάτια της σαν ήρωας εκδικητής … έκανε εικόνα να της βγάζει το μαλλί τρίχα-τρίχα, όμως να ξεκατινιαστεί εκεί μπροστά σε όλους ;; όχι … ήξερε να διασκεδάζει πολύ καλύτερα αυτές τις αμήχανες στιγμές όπως και τον θυμό της και η τύχη λένε πως είναι με τους τολμηρούς. Περπάτησε στο μπαρ σαν παγώνι που ανοίγει την ουρά του, περήφανη και αγέρωχη, ατάραχη και ψύχραιμη αλλά το μυαλό της κόντευε να πάρει φωτιά, έπρεπε να βρει γρήγορα τι θα κάνει. Περπατάει φτιάχνοντας ελαφρά τα μαλλιά της συνεχίζοντας το σκανάρισμα …

Και ΝΑΙ! Ο Θεός υπάρχει τελικά! ΑΥΤΟΣ βρισκόταν εκεί και ήταν μόνος του, αν είναι δυνατόν! Μόνος του!! Επιτάχυνε το βήμα της, σε κλάσματα δευτερολέπτου αποφάσισε πως θα έδινε το πιο παθιασμένο φιλί που έχει δώσει ποτέ της. Βάδισε δύο ανενδοίαστα βήματα και τον είχε πλησιάσει ήδη σε απόσταση εκατοστών. Του έπιασε απαλά τα μάγουλα χαμογελώντας του με αυτοπεποίθηση και αυτός δεν αντιστάθηκε, πλησίασε τα χείλη της στα δικά του και αυτός δεν αντιστάθηκε, τα άγγιξε απαλά πάνω στα δικά του μεταφέροντας τα χέρια της στο πίσω μέρος του κεφαλιού του χαϊδεύοντας τα πυκνά και ίσα μαλλιά του και αυτός δεν αντιστάθηκε. Μόλις κατάλαβε ότι την αποδέχθηκε, το φιλί της μετατράπηκε σε φλογερό και παθιασμένο όμως παρέμεινε κομψό σαν και αυτήν. Ήταν η καλύτερη στιγμή της εδώ και πολύ καιρό, ένιωσε απελευθερωμένη για όσες στιγμές τον φιλούσε. Εκείνος παραδόθηκε στο πρόσταγμά της ανταποκρινόμενος απόλυτα. Την αγκάλιασε και ήθελε να χαθεί στην αιωνιότητα της ζάλης που ζούσε … ώσπου ακούστηκε μια φωνή γνώριμη …

-«Ηρώ;;;; Μάνο;;;; μα πως γνωριστήκατε κιόλας;;!!» τους κοιτούσε πραγματικά απορημένη … «μα καλά πόση ώρα είστε εδώ;;; στις εννιά δεν σας είπα;;; τι τυφλό ραντεβού διοργάνωσα πανάθεμα με!!  χασκογελούσαν κοιτώντας ο ένας τον άλλον αδυνατώντας να καταλάβουν και οι ίδιοι τι συμβαίνει  «τα μάθατε για την φωτιά και την έκρηξη στο κατάστημα παιχνιδιών εδώ πιο κάτω;;»  … Η Μαρία ψιθύρισε στο αυτί της φίλης της … «καλά βρε λυσσάρα, ας κρατούσες λίγο τα προσχήματα… το ξέρω πως είναι κούκλος» .  Σώπασε για ένα δευτερόλεπτο … τους αγκάλιασε, και  σχεδόν συγκινημένη είπε και στους δύο …  «Σας Αγαπώ».

Κανείς στον χώρο δεν τους κοιτούσε πια… την ευτυχία των άλλων άλλωστε λίγοι μπορούν να κοιτάξουν κατάματα …

 

̇(ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ PHOTO CREDITS: ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ)

 

 

More in STRANGE PEOPLE
Locks of Love on Bridge in Salzburg
ΕΙΡΗΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ: Η ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΚΤΗΣΗΣ

Πόσο ξεγελασμένοι είμαστε οι άνθρωποι… πόσα θολά τα έχουμε μέσα στο...

Close